- πυκνοσφυξίᾳ
- πυκνοσφυξίᾱͅ , πυκνοσφυξίαfrequent pulsefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυκνοσφυξία — ἡ, Α ταχυπαλμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + σφυξία (< σφυκτος < σφύζω), πρβλ. α σφυξία] … Dictionary of Greek